Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀείμνηστος, -ος, -ον


Ερμηνεία:

[ο μακαρίτης, ο συγχωρεμένος, αυτός που πέθανε και τον μνημονεύουν, ο αξέχαστος] 



Ετυμολογία:

[< ἀεί (πάντοτε) + (Όμηρ.) μνηστός, -ή, όν (αυτόςπου έχει ζητηθεί σε γάμο) < (Όμηρ.) μνάομαι μνώμαι (ζητώ να λάβω γυναίκα, μνηστεύω) < (Όμηρ.) μιμνήσκω (θυμίζω, ανακαλώ στη μνήμη]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον πῶς μοῦ τὸ ἔλεγεν ἡ ἀείμνηστος ἡ κυρούλα μου τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο παραμύθι [Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: